διασαλπίζω

διασαλπίζω
(Μ διασαλπίζω)
διαλαλώ, διατυμπανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διασαλπίζω — διασάλπισα, διασαλπίστηκα, κάνω γνωστό σε όλους, διατυμπανίζω: Διασαλπίζει τις πεποιθήσεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασαλπίζω — διά σαλπίζω sound the trumpet pres subj act 1st sg διά σαλπίζω sound the trumpet pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιασαλπίζω — ΜΑ διασαλπίζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασαλπίζω «διαλαλώ, διατυμπανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • διακωδωνίζω — (Α διακωδωνίζω) διασαλπίζω, διαλαλώ αρχ. 1. δοκιμάζω με κουδούνισμα 2. αναγγέλλω τη λήξη με κουδούνισμα …   Dictionary of Greek

  • διαλαλώ — (AM διαλαλῶ, έω) μσν. νεοελλ. 1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα 2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω 3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο 4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό 5. εκποιώ σε δημοπρασία 6. εκθέτω, διαπομπεύω… …   Dictionary of Greek

  • προδιακωδωνίζω — Α διακωδωνίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διακωδωνίζω «διασαλπίζω, διαλαλώ»] …   Dictionary of Greek

  • ՏԱՐՓՈՂԵՄ — (եցի.) NBH 2 0860 Chronological Sequence: Unknown date, 12c ն.չ. Իբր յն. διασαλπίζω divulgo, pervulgo (velut tuba). Ի տար փողել. քաջահնչօղ ձայնիւ ազդել. քարոզել. աւետարանել. հռչակել իբրու փողով. *Տեսեալ զքերոբէն ... տարփողելով սրբուհւոյն. Շար.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”